ειδοποίηση — η (Α εἰδοποίησις) νεοελλ. 1. η γνωστοποίηση, το να ειδοποιείται κάποιος 2. το έγγραφο με το οποίο γίνεται η ειδοποίηση, το ειδοποιητήριο («ειδοποίηση τής Τράπεζας») 3. η καταχώριση σε έντυπο με πληρωμή, ενέργεια που αναφέρεται σε αστικά… … Dictionary of Greek
ειδοποιητήριος — α, ο 1. αυτός με τον οποίο γίνεται ειδοποίηση, αυτός που γίνεται για ειδοποίηση («ειδοποιητήρια επιστολή», «ειδοποιητήριος πυροβολισμός») 2. το ουδ. ως ουσ. το ειδοποιητήριο έγγραφο με το οποίο γίνεται η ειδοποίηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ειδοποιητήριος… … Dictionary of Greek
μήνυμα — Φράση που περιέχει κάποια είδηση ή αγγελία. Ειδοποίηση, παραγγελία, μαντάτο. ηλεκτρονικό μ. Βλ. λ. ηλεκτρονικό ταχυδρομείο. * * * το (ΑΜ μήνυμα, Μ και μήνυμαν) ειδοποίηση μέσω κάποιου προσώπου ή εγγράφως, παραγγελία, εντολή («κατὰ τὸ μήνυμα… … Dictionary of Greek
καταγγελία — Όρος που συνηθίζεται περισσότερο στην καθημερινή γλώσσα παρά στη νομική ορολογία και αναφέρεται στη γνωστοποίηση στις αρμόδιες αστυνομικές ή εισαγγελικές αρχές, θεληματικά ή σύμφωνα με υποχρεωτικό από τον νόμο καθήκον, της διάπραξης ενός… … Dictionary of Greek
ένδειξη — η (AM ἔνδειξις) δείγμα, τεκμήριο («εις ένδειξιν φιλίας») νεοελλ. 1. ειδική συνθήκη, ύπαρξη στοιχείων κατά την οποία κρίνεται επωφελής η χορήγηση φαρμάκου ή η εφαρμογή θεραπευτικών μεθόδων 2. πραγματικό περιστατικό, το οποίο μόνο του ξεχωριστά ή… … Dictionary of Greek
αγγελία — Η μετάδοση μιας είδησης ή πληροφορίας. Ειδοποίηση με την οποία γίνεται γνωστό στο ευρύ κοινό κάποιο πράγμα ή γεγονός, όπως π.χ. ότι κάποιος θέλει να προσλάβει υπάλληλο ή να πουλήσει ένα οικόπεδο ή να βρει δουλειά είτε ότι διαθέτει κάποιο… … Dictionary of Greek
απροειδοποίητος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει ενημερωθεί από πριν 2. αυτός που έγινε χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + προειδοποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
διακοίνωση — η 1. γνωστοποίηση, αναγγελία, ειδοποίηση 2. υπογεγραμμένο διπλωματικό έγγραφο με το οποίο διαβιβάζεται, μέσω διπλωματικού αντιπροσώπου, προς την κυβέρνηση άλλης χώρας σημαντική ανακοίνωση 3. φρ. «ρηματική διακοίνωση» ανακοίνωση που γίνεται με… … Dictionary of Greek
ειδοποιητικός — ή, ό (Α εἰδοποιητικός, ή, όν) νεοελλ. αυτός που ειδοποιεί, με τον οποίο γίνεται η ειδοποίηση αρχ. ειδοποιός … Dictionary of Greek
μαντάτευμα — και μαντάτεμα, το [μαντατεύω] 1. ανακοίνωση, γνωστοποίηση, ειδοποίηση 2. καταγγελία, κατηγορία, κατάδοση … Dictionary of Greek